ἀρχιβούκολος

ἀρχιβούκολος
ἀρχι-βούκολος, ,
A chief herdsman, Sch.Il.1.39.
II president of college of βουκόλοι, SIG1115.3 (Pergam., i A. D.): hence [suff] ἀρχι-βουκολέω, Inscr.Perg.487.5.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αρχιβουκόλος — ἀρχιβουκόλος και βούκολος, ο (Α) ο πρώτος ανάμεσα στους βουκόλους (τίτλος θιασωτών του Διονύσου) …   Dictionary of Greek

  • ἀρχιβούκολον — ἀρχιβούκολος chief herdsman masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρχι- — (AM ἀρχι ). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων (κυρίως διοικητικών όρων) της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, καθώς επίσης και ξένων, ελληνογενούς ή μη προελεύσεως, τύπων. Το αρχι , το οποίο λίγο μετά την Ομηρική εποχή άρχισε να αντικαθιστά το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”